Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τῶν προβάτων

  • 1 προβάτων

    πρόβατον
    cattle: neut gen pl
    προβά̱των, προβαίνω
    step forward: aor imperat act 3rd dual (doric)

    Morphologia Graeca > προβάτων

  • 2 πρόβατον

    πρόβατον, τό, gew. im plur. τὰ πρόβατα, bezeichnet meistens das Schaf, eigtl. aber und ursprünglich alle vierfüßigen Thiere, weil sie vor den ihnen mit Menschen und Vögeln gemeinsamen Hinterbeinen noch Vorderbeine haben; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 124 ἡ διπλῆ, ὅτι πρόβατα πἀντα τὰ τετράποδα διὰ τὸ ἑτέραν βάσιν ἔχειν πρὸ τῆς ὀπισϑίας, καϑὼς καὶ Ἡσίοδός φησι (Op. 558), »χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ' ἀνϑρώποις«; bes. die zahmen. vierfüßigen Thiere, Hausthiere, Vieh, Viehherde; bei Hom. erscheint das Wort nur zweimal: Iliad. 14, 124 πολλὰ δέ οἱ πρόβατ' ἔσκε, 23, 550 wird als Besitz des Reichen aufgeführt χρυσὸς πολύς, χαλκὸς καὶ πρόβατα, δμωαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι; von hierhergehörigen stammverwandten Wörtern erscheint bei Hom. nur eins, einmal, Odyss. 2, 75 ὑμέας ἐσϑέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε, die Kleinodien und die Heerden; Schafe heißen bei Hom. ὄιες. Bei Hesiod. findet sich das Wort πρόβατον außer der schon erwähnten Stelle nicht. Hom. h. Mercur. 571 πᾶσι δ' ἐπὶ προβάτοισιν ἀνάσσειν Ἑρμῆν ist unklar. Aristoph. Byz. bei Eustath. Iliad. 11, 678 p. 877, 49 bezeugt, daß Pindar die Stuten des Diomedes πρόβατα genannt habe, auch den Pegasus ein πρόβατον, Simonides aber habe einen Stier πρόβατον genannt, Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 Pindar. fragm. 312. 313, Simonid. Cei frgm. 247. Herodot nennt πρόβατα alle vierfüßigen Thiere, 1, 203, alles vierfüßige Schlachtvieh, 1, 188. 207. 6, 56, alle vierfüßigen Hausthiere, 7, 171; ϑύουσι δὲ καὶ τἆλλα πρόβατα καὶ ἵππ ους μάλιστα, 4, 61; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt ἵπποι und βόες, 8, 137; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt βοῦς, ἵππος, κάμηλος, ὄνος, 1, 133, τὰς βοῠς τὰς ϑηλέας προβάτων πάντων μάλιστα μακρῷ, 2, 41. Eben so hat Hippocrat. das Wort πρόβατον gebraucht. – Bei den Attikern sind πρόβατα gew. Schafe; Plat. vrbdt οἷον βοῦς καὶ πρόβατα Euthyd. 302 a, ποίμνια καὶ πρόβατα Legg. III, 694 e; οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις, Rep. I, 343 a; Xen. vrbdt ἀγέλας, καὶ βοῦς καὶ ἵππους, καὶ ἄλλα πρόβατα πολλά, Cyr. 7, 3, 7; Eupol. nannte προβατικὸν χορὸν τὸν ἐξ αἰγῶν, Scholl. Iliad. 16, 353; sprichw. τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ δεῖν κατακόπτειν, Dem. 25, 40; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσϑαι τὴν ἔπαυλιν, Pol. 5, 35, 13; vgl. Plut. Cleom. 33, προβάτου σωφρονέστερον παρέξω, Luc. as. 33. Auch wie bei uns »Schaf« als Schimpfwort = dummer Mensch, Aristoph. Nub. 1203, vgl. Vesp. 32. – Bei Opp. Hal. 1, 146 ein Seefisch; vgl. Ael. N. A. 9, 38.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πρόβατον

  • 3 ψυχή

    ψῡχ-ή, ,
    A life,

    λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296

    , etc.;

    ψ. τεκαὶ αἰών 16.453

    , cf. Od.9.523;

    θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334

    , Od.21.154;

    λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325

    ; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;

    αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322

    ; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so

    ἀντὶ ψ. S.OC 1326

    : but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;

    περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245

    ;

    περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37

    ;

    τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115

    , cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;

    περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4

    , cf. Th. 8.50;

    ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492

    , cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;

    τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375

    (lyr.);

    ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19

    ; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;

    τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36

    ;

    τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37

    . In early poets:

    ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52

    ;

    ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23

    ;

    ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14

    ;

    θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46

    ;

    ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730

    ;

    ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68

    ;

    ψυχὰς βαλον Id.O.8.39

    ;

    χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138

    ;

    τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El. 786

    ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;

    τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712

    (anap.);

    ψ. ἀφήσω E.Or. 1171

    ;

    ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214

    ;

    ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24

    ; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134;

    ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6

    , cf. Th.1.136, etc.;

    τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88

    ;

    τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15

    . 8, cf. Ev.Luc.12.20;

    ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10

    , cf. Ev.Matt. 2.20;

    τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11

    , etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;

    ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109

    , cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;

    τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4

    , cf. 12;

    πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.

    Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [

    ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30

    ; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.
    2 metaph. of things dear as life,

    χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686

    ;

    πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419

    ;

    τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35

    ; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;

    ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195

    ;

    ψ. μου Mart.10.68

    .
    II in Hom., departed spirit, ghost (

    ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.

    Hist.Fr. 102(a)J.);

    ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65

    : freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;

    ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104

    , cf. 72, Od.24.14;

    ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100

    ; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;

    ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330

    ;

    ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518

    ; sts. hardly dist. from signf. 1,

    ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505

    ; in swoons it leaves the body,

    τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696

    ; so in later writers (seldom in Trag.),

    σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21

    ; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;

    αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98

    ;

    πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630

    (anap.);

    ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676

    , cf. Fr. 912.9 (anap.);

    τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b

    ; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;

    δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.

    ap. Plu.2.236d.
    III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,

    ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133

    , cf. Pl.Men. 81b;

    εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123

    ;

    ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a

    , cf. Phd. 70c, al.;

    ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d

    ;

    ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14

    , cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.

    σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5

    , cf. An.3.2.20;

    ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a

    ;

    εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b

    ;

    κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22

    ;

    οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19

    ;

    ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14

    , cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);

    ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32

    f.1;

    ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e

    .
    IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39

    ;

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)

    ;

    ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16

    ;

    θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37

    ; opp. material blessings,

    κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32

    ;

    μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b

    , cf. 29e: hence regarded in abstraction,

    τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a

    ;

    ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c

    ;

    οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17

    , cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,

    ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227

    ;

    ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319

    (anap.);

    τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173

    (anap.);

    ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c

    ; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;

    ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559

    , cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;

    πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15

    , cf. Ex.12.4, al.; [

    κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20

    . In apostrophe,

    μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61

    ;

    ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712

    (lyr.);

    ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8

    ; in referring to persons,

    ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b

    (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;

    πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6

    ,11;

    πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1

    , etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).
    2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;

    διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14

    , ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;

    ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457

    ;

    καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393

    ;

    κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40

    ;

    τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29

    ;

    ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33

    , cf. Oec.21.3.
    3 of the emotional self,

    ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505

    , cf. 527 (lyr.);

    πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14

    ;

    τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12

    ; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,

    ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841

    (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;

    λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b

    ;

    τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4

    .
    4 of the moral and intellectual self,

    ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70

    ;

    ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176

    ;

    ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499

    ;

    ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101

    ;

    ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014

    ;

    ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15

    , cf. Pl.R. 353e;

    ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7

    , cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;

    τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d

    ;

    τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4

    , Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;

    τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53

    ;

    νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a

    , cf. Phdr. 247c, al.;

    ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El. 903

    ;

    ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171

    . Phrases:—

    ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43

    ; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;

    βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35

    ;

    ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10

    ; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.
    5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;

    θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12

    ; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.
    6 of inanimate things,

    πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138

    , cf. 7.14;

    ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23

    ;

    οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38

    ; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.
    V Philosophical uses:
    1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)

    τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11

    ; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;

    ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.

    ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;

    τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.

    Apoll.4;

    τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a

    , cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.
    2 the spirit of the universe,

    ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b

    , cf. 30b;

    τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3

    ; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;

    ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186

    ; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;

    ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2

    ;

    τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32

    ; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.
    3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,

    ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d

    , cf. Def. 411c; [

    ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a

    ; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,

    σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c

    , cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. as

    οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20

    ; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division of

    ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.

    ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.

    ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11

    , cf. PA 641b4;

    ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22

    , al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,

    τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150

    , cf. M.Ant.6.14;

    ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.

    ;

    τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.

    ; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,

    τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7

    ; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,

    πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2

    , cf. 4.7.5;

    φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4

    ; animal and vegetable bodies possess

    οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18

    ;

    πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20

    .
    VI butterfly or moth, Arist.HA 551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c.
    2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
    VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';

    τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696

    means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';

    ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467

    means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχή

  • 4 ἡγεμών

    ἡγεμών, [dialect] Dor. [pref] ἁγ-, [dialect] Aeol. [full] ἀγίμων IG12(2).164 (Mytil.), al., όνος, ὁ; also , Pi.I.8(7).22, A.Supp. 722, Aeschin.1.171, X.Oec. (infr. 11):—
    A one who leads; and so,
    I in Od., guide, 10.505, 15.310, Hdt.5.14, S.Ant. 1014, Pl.Men. 97b;

    ἡγεμόνες γενέσθαι τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt.8.31

    , cf. E.Hec. 281, X.Mem.1.3.4;

    ἡ. ποδὸς τυφλοῦ E.Ph. 1616

    ;

    ἡγεμόνες τοῦ πλοῦ Th.7.50

    ; of a charioteer, S.OT 804.
    2 one who does a thing first, shows the way to others,

    τοῖς νεωτέροις ἡ. ἠθῶν χρηστῶν γίγνεσθαι Pl.Lg. 670e

    ;

    πατέρες τῆς σοφίας καὶ ἡ. Id.Ly. 214a

    ;

    πόνους τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε X.Cyr.1.5.12

    ;

    τῆς εἰρήνης ἡ. D.18.24

    ; [

    ἀχαριστία] ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. X.Cyr.1.2.7

    : abs., of choir-leaders, Mnemos.47.253 (Argos, ii/i B.C.).
    II in Il., leader, commander, chief, opp. λαοί, πληθύς, 2.365, 11.304: c. gen., ἡγεμόνες Δαναῶν, φυλάκων, etc., 2.487, 9.85, cf. Hdt.6.43, 7.62, al.; στρατηγὸς καὶ ἡ. τῶν 'Ελλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον ib. 158;

    ἡ. τῶν πολέμων Id.9.33

    ; ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ [στρατηγῶν] Th.8.89; = λοχαγός, Arr.Tact. 5.6;

    ἡ. τῶν ἐν προχειρισμῷ PAmh.2.39

    (ii B.C.); chief, sovereign, Pi.I. 8(7).22, etc.;

    ἡ. γῆς τῆσδε S.OT 103

    , cf. OC 289;

    πάντων.. καὶ αὐτοῦ βασιλέως ἡ. X.HG3.5.14

    ;

    ἡ. συμμορίας D.21.157

    ; of the queen-bee and queen-wasp, regarded by Arist. as males, Arist.HA 553a25, 629a3 (but

    ἡ τῶν μελισσῶν ἡ. X.Oec.7.32

    , cf. 38); ὁ ἡ. τῶν προβάτων, of the bell-wether, Arist.HA 573b24; τῶν βοῶν ib. 575b1;

    νέμειν τὰ κρέα τοῦ ἡγεμόνος βοός SIG144.36

    (Piraeus, iv B.C.), cf. X.HG6.4.29.
    b ἡ. χοροῦ leader of a chorus, Poll.4.106;

    παῖδες ἡ. IG7.3196

    (Orchom. [dialect] Boeot.); president of a gymnasium, ib.3.1086, al.
    c a Roman Emperor, Str.4.3.2, Plu.Cic.2, al.; as translation of princeps, Mon.Anc.Gr.7.9; ἡ. νεότητος, = Lat. princeps juventutis, ib.18; a provincial governor, Str.17.3.25, Ev.Matt.27.2, Act.Ap.23.24: freq. of the praefectus Aegypti, PRyl.119.4 (i A.D.), etc.; ἡ. ἀμφοτέρων, i.e. of Upper and Lower Egypt, POxy.39.6 (i A.D.);

    ἡ. Κύπρου

    Tab. Defix.Aud.

    25.13

    (iii A.D.).
    2 as Adj.,

    ἀνήρ Pl.Criti. 119a

    ; [ ναῦς], of the flagship, A.Supp. 722;

    ἡ. τῆς φυλῆς κορυφαῖος D.21.60

    (s.v.l.);

    ἡ. πόδες Arist.HA 490b5

    , IA 713b32: as neut.,

    ἡγεμόσι μέρεσι Pl.Ti. 91e

    .
    III in Prosody, = πυρρίχιος, D.H.Comp.17, Dem.47.
    IV ἡγεμόνες, [dialect] Dor. ἁγ-, αἱ, in Architecture, coping-tiles of the roof, IG22.463.70, 1627.303, 4.1484.100 (Epid.).
    V a kind of fish, = ἡγητήρ 2, Plu.2.980f.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγεμών

  • 5 μέλει

    μέλει third pers. sing. of μέλω, used impersonally and personally; impf. ἔμελεν; 1 aor. ἐμέλησεν, subj. μελήσῃ (1:5) (Hom. et al.; pap, LXX; TestAbr A 4 p. 81, 21 [Stone p. 10]; Just.; Tat. [μέλον ἐστίν]) w. dat. of pers.
    it is a care/concern, is of interest to someone
    w. gen. of the thing about which concern is felt (Trag., Pla. et al.; Ael. Aristid. 51, 34 K.=27 p. 542 D.: τούτων ἐμέλησε τῷ θεῷ; Oenomaus Fgm. 12 [in Eus., PE 5, 34, 14] satirical statement by a Cynic: τί μέλει τοῖς φιλανθρώποις θεοῖς ἀνθρώπων; Jos., Ant. 7, 45 θεός, ᾧ μέλει πάντων; Just., A I, 28, 4; D. 6, 1: Ath. 35, 2) μὴ τῶν βοῶν μ. τῷ θεῷ; is it about oxen that God is concerned? 1 Cor 9:9 (Ael. Dion. τ, 35; Paroem. Gr.: Apostol. 17, 43 τῶν δʼ ὄνων οὔμοι μέλει. For the idea cp. Aeschin. 1, 17; EpArist 144; Philo, Spec. Leg. 1, 260 οὐ γὰρ ὑπὲρ ἀλόγων ὁ νόμος).
    foll. by περί τινος about someone or someth. (Aeschyl., Hdt. et al.; Diod S 4, 38, 3 περὶ τῶν λοιπῶν Διὶ̈ μελήσειν = Zeus will care for the rest; Alciphron 4, 6, 5; PLond III, 897, 27 p. 207 [84 A.D.]; POxy 1155, 5; 1 Macc 14:42, 43; Wsd 12:13; Jos., Ant. 6, 253; Just., D. 8, 2 περὶ σεαυτοῦ) οὐ μ. σοι περὶ οὐδενός you care for no one, i.e. you court no one’s favor or you don’t care what anybody thinks or says about you Mt 22:16; Mk 12:14. περὶ τῶν προβάτων care for the sheep J 10:13. περὶ τῶν πτωχῶν 12:6; cp. 1 Pt 5:7; Hv 2, 3, 1. περὶ ἀγάπης οὐ μ. αὐτοῖς they are not concerned about love ISm 6:2.
    foll. by ὅτι (Hdt. 9, 72; PSI 445; Tob 10:5 BA) someone is concerned that Mk 4:38; Lk 10:40. W. inf. foll. (POxy 930, 11) someone takes care or is pleased to do someth. 11:1. W. περί τινος and a subst. inf. foll. τοῦ μεταδοῦναι 1:5.
    a rather clear case of the personal constr. (Hom. et al.; EpArist 92) οὐδὲν (subj.) τούτων (partitive gen.) τῷ Γαλλίωνι ἔμελεν none of these things concerned Gallio = he paid no attention to this Ac 18:17 (s. B-D-F §176, 3; Rob. 508f. But s. οὐδείς 2bγ). Sim. πάντα σοι μ. you are concerned about everything, lit. ‘everything is a care to you’= you want to know about everything Hs 9, 13, 6. —S. also μέλομαι.
    be a source of concern abs. (X., Cyr. 4, 3, 7; IG IX, 1, 654 τῇ θεῷ μελήσει) μή σοι μελέτω never mind 1 Cor 7:21.—DELG s.v. μέλω. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μέλει

  • 6 ηγεμων

        I
        дор. ἁγεμών - όνος ὅ и ἥ
        1) (тж. ὁδοῦ ἡ. Xen.) (про)вожатый, проводник
        

    (τοῦ πλοῦ Thuc.; ἡ. τινι Soph. и τινος Aesch.)

        ἡ. γενέσθαι τινὴ τῆς ὁδοῦ Her.указать кому-л. путь;
        ἡ. ποδὸς τυφλοῦ Eur.вожатый слепца (т.е. слепого Эдипа);
        ἥ ἀναισχυντία ἐπὴ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. (ἐστιν) Xen. — бесстыдство ведет ко всем порокам;
        ἡ. παρὰ νηΐ Hom. — водитель корабля, кормчий

        2) руководитель, наставник
        

    (τοῦ ζῆν ἡδέως Xen.; ἠθῶν χρηστῶν τινι Plat.; τῆς εἰρήνης Dem.)

        3) (sc. τῆς ἀπήνης) возница Soph.
        4) предводитель, глава, вождь
        

    (Δαναῶν Hom.; τοῦ ἔθνους Arst.)

        5) (вое)начальник, командующий
        

    (φυλάκων Hom.; νεῶν Aesch.; στρατηγὸς καὴ ἡ. τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον Her.)

        6) правитель
        

    (γῆς τῆσδε Soph.; πόλεως Plat.)

        7) (лат. procurator) наместник
        

    (Πιλᾶτος ὅ ἡ. NT.)

        8) (лат. imperator или princeps) император, цезарь
        9) ( у животных) вожак
        ἥ ἐν τῷ σμήνει ἡ. Xen. или ὅ τοῦ τῶν μελιττῶν γένους ἡ. Arst.пчелиная матка

        10) стих. = πυρρίχιος См. πυρριχιος
        II
        2, gen. όνος
        1) главный, руководящий
        

    (ἀνήρ Plat.)

        2) ведущий, направляющий
        

    (ψυχῆς μέρη Plat.; πόδες, sc. τῶν ζῷων Arst.)

        ναῦς ἡ. Aesch. — корабль командующего, флагманское судно

    Древнегреческо-русский словарь > ηγεμων

  • 7 πρόβατον

    πρόβατον, ου, τό (Hom.+; on the dat. pl. πρόβασι Hs 6, 1, 6 s. Herodian, Gramm. 1414, 10. πρόβασι βοσνήμασι Hesych p. 275 MSchmidt, as Schwyzer I 499)
    sheep (on this mng. s. O. Wilck I 286; B-D-F §126, 1aα; L-S-J-M s.v. I. The more general senses ‘cattle’ or ‘small cattle’ scarcely merit serious attention for our lit., though they are barely poss. in certain passages.) Mt 12:11f; 18:12; Lk 15:4, 6 (on this parable: GNordberg, SEÅ 1, ’37, 55–63); Rv 18:13; B 16:5 (En 89:54ff); GJs 18:3 (codd.). As a sacrificial animal 1 Cl 4:1 (Gen 4:4); J 2:14f. πρόβατα σφαγῆς sheep to be slaughtered Ro 8:36 (Ps 43:23). Defenseless in the midst of wolves Mt 10:16. In danger without a shepherd Mt 9:36; Mk 6:34 (both Num 27:17; cp. Ezk 34:5 and Jdth 11:19); Mt 26:31; Mk 14:27; B 5:12 (the three last Zech 13:7); 1 Cl 16:6f (Is 53:6f). ἐν ἐνδύμασι προβάτων (cp. ἔνδυμα 2; Proverbia Aesopi 123 P. κρύπτειν τὸν λύκον προβάτου δορᾷ) Mt 7:15. The first fruits of the sheep belong to the prophets D 13:3. Jesus ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη … ἄφωνος (after Is 53:7) Ac 8:32 (cp. Vi. Aesopi G 48 P. a dispute over the question: διὰ τί τὸ πρόβατον ἐπὶ θυσίαν ἀγόμενον οὐ κέκραγεν;); B 5:2 (Is 53:7); 1 Cl 16:7.
    people of God, sheep. The lit. usage passes over to the nonliteral, or the sheep appear for the most part as symbols of certain people (En 89:42ff; Did., Gen 215:24): in the extended allegory of the Good Shepherd and the sheep J 10:1–16, 26f (in vs. 3 P66 reads προβάτια). Jesus is ὁ ποιμὴν τῶν προβάτων ὁ μέγας Hb 13:20. Cp. 1 Pt 2:25. The bishop is the shepherd, the church members the sheep IPhld 2:1. Cp. J 21:16, 17 (Porphyr., Adv. Chr. Fgm. 26: the ἀρνία are the catechumens, but the προβάτα are οἱ πιστοὶ εἰς τὸ τῆς τελετώσεως προβάντες μυστήριον). The Christians are called πρόβατα τῆς νομῆς σου (=God’s) 1 Cl 59:4 (cp. Ps 78:13; 94:7; 99:3). In the last times under the influence of lying prophets τὰ πρόβατα will be turned εἰς λύκους D 16:3. At the last judgment people will be divided as the shepherd separates τὰ πρόβατα from οἱ ἔριφοι Mt 25:32f (s. ἔριφος; PAmh 73, 6 [129/30 A.D.] differentiates πρόβ. and αἶγες), and the πρόβατα, representing those blessed by the Father, will stand at the right hand of the Human One (Son of Man) vs. 33 (HGraffmann, D. Gericht nach d. Werken im Mt: KBarth Festschr. ’36, 124–36). Jesus knows that he is (divinely) sent 15:24, and sends his disciples 10:6 πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ.—In Hermas sheep appear (w. shepherds) as symbolic of all kinds of persons Hs 6, 1, 5f; 6, 2, 3f; 6f; 6, 3, 2; 9, 1, 9; 9, 27, 1.—B. 144. DELG s.v. πρόβατα. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πρόβατον

  • 8 ἔνδυμα

    ἔνδυμα, ατος, τό (s. ἐνδύω; since V B.C. [SIG 1218, 3]; Polyb. 38, 20, 7; Strabo 3, 3, 7; Plut., Sol. 8, 5; SIG 1179, 7; PFay12, 20 [103 B.C.]; LXX; PsSol 2:20; OdeSol 11:11; JosAs 20:5 cod. A; GrBar 9:7; AscIs 3:25; Philo, Spec. Leg. 1, 85; Jos., Bell. 5, 231, Ant. 3, 153)
    material of any kind manufactured to cover the body, garment, clothing, Mt 6:25, 28; Lk 12:23; Ox 840, 19f; 27; also Ox 655, 11f, 16 (=ASyn. 67, 34; Unknown Sayings 86f; Fitzmyer, Oxy p. 545); GPt 4:12; ApcPt 5:17; 6:21 τὸ ἔ. αὐτοῦ λευκὸν ὡς χιών Mt 28:3 (cp. Da 7:9 Theod.); ἔ. ἀπὸ τριχῶν καμήλου clothing made of camel’s hair Mt 3:4; GEb 13, 78; ἔ. γάμου a wedding robe Mt 22:11f ([JosAs 20:5 cod. A for γάμου στολήν] on the lack of a festal robe cp. Lucian, Nigr. 14; cp. Acta Alex. VII A, 100–104; Suetonius, Nero 32, 3); τὸ τῆς αἰσχύνης ἔ. the garment worn for modesty’s sake (Pythagoreans in Diog. L. 8, 43) GEg 252, 57 (cp. Esth 4:17k ἱμάτια στενοχωρίας).
    covering in ref. to one’s inner life, covering.—Hermas is esp. fond of this transferred use (cp. OdeSol 11:11) ἔχειν ἔ. τῆς ἐπιθυμίας τῆς ἀγαθῆς clothe oneself in the garment of good desire m 12, 1, 2. Sim. of Christian virtues as the clothing of the spiritual maidens: ἐνδύειν τὸ ἔ. αὐτῶν Hs 9, 13, 2; ἀποδύσασθαι τὸ ἔ. take off the clothing=renounce the virtues 9, 13, 8; cp. vs. 7.—Idiom: of specious goodness that is fraught with hazard to come in sheep’s clothing ἔ. προβάτων (cp. Dox. Gr. 573, 21 τὸ ἐκ τῶν προβάτων ἔ.) sheep’s clothing, disguising a wolf Mt 7:15.—B. 395. DELG s.v. δύω. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἔνδυμα

  • 9 ευηθης

        2
        1) прямодушный, добросердечный, простодушный, прямой
        

    (ποιηταί Arst.)

        τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων Lys. — одно свойственно людям более (или менее) бесхитростным, другое же - отъявленным плутам

        2) простоватый, наивный, бестолковый, нелепый
        

    (μῦθος Her.; λόγος Plat.; τὸ τῶν προβάτων γένος Arst.; μηχανᾶσθαι πρῆγμα εὐηθέστατον Her.; εὐήθη τινὰ ἀποδεικνύναι Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > ευηθης

  • 10 οἰσπάτη

    οἰσπάτη, , oder nach E. M. 619, 10 ὀϊσπάτη, nach Didym. bei Hesych. ὁ τῶν προβάτων ῥύπος; nach Suid. ὁ ῥύπος τῶν ἐρίων, also = Folgdm. Nach der Ableitung von πάτος u. οἶς = Schaafmist, s. οἰσπώτη; auch οἴσπη, οἰσπότη, vgl. Koen zu Greg. Cor. 543.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > οἰσπάτη

  • 11 κατακοπτω

        1) разрубать на куски
        

    (χελώνην καὴ ὄρνα, παίδων ἕνα Her., κρέα Plat.)

        2) разбивать на куски
        

    (κέραμον Polyb.; ἀγάλματα Diod.)

        3) рвать на части
        

    (στεφάνους Dem.)

        4) бить, ударять
        5) зарезывать, убивать
        

    (κριόν, τῶν προβάτων πολλά, τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης Her.)

        6) наносить поражение, разбивать
        

    (τέν μόραν Dem.)

        κατακεκόψεσθαι Xen.потерпеть поражение

        7) точить, разъедать
        8) перен. подтачивать, надламывать
        

    (τέν ἀρχήν, τὸ τῆς ψυχῆς γαῦρον Plut.)

        9) (тж. κ. εἰς νόμισμα Diod.) перечеканивать в монету
        

    (χρυσίον Her.; τὸν θρόνον ὄντα χρυσοῦν Xen.; τὰς χρυσᾶς πλίνθους Diod.)

    Древнегреческо-русский словарь > κατακοπτω

  • 12 τελειος

        τέλειος, τέλεος
        3 и 2
        1) законченный, полный
        

    τ. ἐνιαυτός Plat. — круглый год;

        τελέους ἐπτὰ μῆνας Arph. — в течение полных семи месяцев;
        ἅρμα τέλειον Luc. — колесница с полной запряжкой, т.е. четверня

        2) законченный, зрелый, возмужалый, взрослый
        

    (ἵππος Plat.)

        τ. ἀνήρ Aesch., Plat.зрелый муж или Aesch. глава семьи, супруг;
        οἱ τέλειοι Xen.взрослые мужчины

        3) безукоризненный, без порока, отборный
        

    (αἶγες Hom.; τὰ τέλεα τῶν προβάτων Her.)

        4) законченный, совершившийся
        

    (πρᾶγμα Aesch.)

        ξυνευχόμεσθα τέλεα τάδ΄ εὔγματα ἐκγενέσθαι Arph. — будем просить чтобы осуществились эти мольбы;
        τέλεον ἀποτετελέσθαι Plat. — свершиться, исполниться;
        τῶν ὅλων τι καὴ τελείων Arst.нечто цельное и законченное

        5) окончательный, решительный
        

    (ψῆφος Aesch., Soph.)

        6) совершенный, лучший, отличный
        τ. εἴς, πρός и κατά τι Plat. и ἔν τινι Isocr.достигший совершенства в чем-л.

        7) ( о богах) непорочный или все осуществляющий, всемогущий
        

    (Ζεὺς τ. Pind.; Ἥρα τελεία Aesch.)

        8) заключительный
        

    τ. κρατήρ Arph.заключительная чаша (третья чаша в честь Зевса-Избавителя, см. σωτήρ II)

        9) крайний, высший, тягчайший
        

    (ἀδικία Plat.)

        10) мат. совершенный
        

    τ. ἀριθμός Plat.совершенное число (т.е. равное сумме всех своих сомножителей, напр., 28 = 14 + 74 + 2 + 1)

    Древнегреческо-русский словарь > τελειος

  • 13 τελεος...

        τέλεος...
        τέλειος, τέλεος
        3 и 2
        1) законченный, полный
        

    τ. ἐνιαυτός Plat. — круглый год;

        τελέους ἐπτὰ μῆνας Arph. — в течение полных семи месяцев;
        ἅρμα τέλειον Luc. — колесница с полной запряжкой, т.е. четверня

        2) законченный, зрелый, возмужалый, взрослый
        

    (ἵππος Plat.)

        τ. ἀνήρ Aesch., Plat.зрелый муж или Aesch. глава семьи, супруг;
        οἱ τέλειοι Xen.взрослые мужчины

        3) безукоризненный, без порока, отборный
        

    (αἶγες Hom.; τὰ τέλεα τῶν προβάτων Her.)

        4) законченный, совершившийся
        

    (πρᾶγμα Aesch.)

        ξυνευχόμεσθα τέλεα τάδ΄ εὔγματα ἐκγενέσθαι Arph. — будем просить чтобы осуществились эти мольбы;
        τέλεον ἀποτετελέσθαι Plat. — свершиться, исполниться;
        τῶν ὅλων τι καὴ τελείων Arst.нечто цельное и законченное

        5) окончательный, решительный
        

    (ψῆφος Aesch., Soph.)

        6) совершенный, лучший, отличный
        τ. εἴς, πρός и κατά τι Plat. и ἔν τινι Isocr.достигший совершенства в чем-л.

        7) ( о богах) непорочный или все осуществляющий, всемогущий
        

    (Ζεὺς τ. Pind.; Ἥρα τελεία Aesch.)

        8) заключительный
        

    τ. κρατήρ Arph.заключительная чаша (третья чаша в честь Зевса-Избавителя, см. σωτήρ II)

        9) крайний, высший, тягчайший
        

    (ἀδικία Plat.)

        10) мат. совершенный
        

    τ. ἀριθμός Plat.совершенное число (т.е. равное сумме всех своих сомножителей, напр., 28 = 14 + 74 + 2 + 1)

    Древнегреческо-русский словарь > τελεος...

  • 14 τελος

         τέλος
        I
        - εος τό тж. pl.
        1) свершение, завершение, исполнение
        

    τ. γάμοιο Hom. — вступление в брак, бракосочетание;

        τ. μύθοις ἐπιθεῖναι Hom. — привести в исполнение (свои) слова;
        εἰ γὰρ ἐπ΄ ἀρῇσιν τ. γένοιτο Hom. — если бы сбывались желания;
        οὐ μακύνειν τ. Pind.действовать быстро (досл. не откладывать исполнения);
        πρὴν τ. τι ἔχειν Thuc. — прежде, чем что-л. будет приведено в исполнение

        2) развязка, результат, последствия, исход
        

    (τῆς μάχης Soph.)

        ἶσον τεῖναι πολέμου τ. Hom. — дать одинаковый (для обеих сторон) исход битве, т.е. никому не дать перевеса;
        τὸ τούτου τ. οὐκ ἐν ἐμοὴ ἦν Dem.исход этого зависел не от меня

        3) благополучный исход, успешная развязка, успех
        4) окончание, конец
        

    (τοῦ βίου Soph., Xen.)

        τί ἔσται τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί ; Her. — чем все это для меня кончится?;
        θανάτοιο τ. Hom. — смертный конец, смерть;
        νόστοιο τ. Hom. — конец обратного пути, т.е. возвращение, прибытие (домой);
        τ. ἔχειν Hom., Aesch. — быть завершенным, готовым, оконченным;
        ἐπεὴ τ. εἶχεν ἥ θυσία Xen. — когда жертвоприношение было окончено;
        ὁπόσοι τ. ἔχοιεν τοῦ βίου Plat. (те), которые окончили жизнь, умершие;
        τ. ποιεῖσθαί τινος Xen.закончить (прекратить) что-л.;
        τ. λαβεῖν τινος Eur.освободиться от чего-л.;
        ἐπὴ и ἐς τ. τινὸς ἐλθεῖν Plat., Eur.подойти к концу чего-л.;
        εὖ τέλη εἰπεῖν Eur. — хорошо закончить (свою) речь;
        ἐς τ. HH., Hes. — до конца, вполне;
        μηδὲν δίκαιον ἐς τ. Soph. — решительно ничего справедливого;
        μετὰ σιγῆς διὰ τέλους Plat. — в полном молчании;
        διὰ τέλους τὸ πᾶν Aesch.все до конца

        5) кончина, смерть Eur.
        

    ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Her. — вот какой смертью они умерли;

        τὸ κάλλιστον τ. ἔχειν Xen.умереть славной смертью

        6) высшая точка, предел
        ἅπτεσθαι τοῦ τέλους Plat. — достичь предела;
        πρεσβύτου τ. Plat. — глубокая старость;
        ἥβης τ. μολεῖν Eur. — дойти до полного развития юношеских сил;
        ὅ τ. ἔχων Plat. — достигший полного развития, взрослый

        7) окончательное решение
        

    τ. δίκης Aesch. — приговор;

        εἰδώς γ΄ εὖ τόδ΄ ἐξεῖπον τ. Aesch.я совершенно сознательно высказал это решение

        8) награда, приз
        

    (πυγμᾶς Pind.)

        9) власть, право, законная сила, полномочия
        

    τέλος ἔχοντες Thuc. — облеченные полномочиями;

        οἱ μάλιστα ἐν τέλει Thuc. — облеченные высшей властью;
        εἰς τὸ τ. καταστῆσαι Xen. — занять должность;
        οἱ ἐν τέλει ὄντες Her., Thuc. или βεβῶτες Soph., τὰ τέλη ἔχοντες Thuc. и τὰ τέλη Thuc., Xen. — должностные лица, власти;
        ὅσοις τοῦτ΄ ἐπέσταλται τ. Aesch. (те), которые облечены этой властью

        10) цель
        

    πρὸς τ. ἐλθεῖν Plat. и τυχεῖν τοῦ τέλους Luc. — достичь цели;

        πρὸς οὐδὲν τ., ἀλλὰ διάγοντες ἄλλως τὸν χρόνον Plut.с единственной целью выиграть время

        11) срок
        

    (μισθοῖο τ. Hom.)

        12) платеж, подать, налог, пошлина
        τ. τελεῖν ἐξαγομένων χρημάτων Plat. — платить пошлину за вывозимые товары;
        ἔξω τοῦ τέλους εἶναι Dem. — быть свободным от обложения;
        τέλη ὠνεῖσθαι или πρίασθαι Xen.брать налоги на откуп

        13) расход
        

    τοῖς οἰκείοις или ἰδίοις τέλεσι Thuc. — на собственный счет;

        δημοσίοις τέλεσι Plat.на общественный счет

        14) выгода, польза
        15) культ. подношение, дар
        τὰ τέλεα τῶν προβάτων Her.приношения (состоящие) из мелкого скота

        16) священный обряд, церемония
        

    (σεμνὰ τέλη Soph.)

        γαμήλιον τ. Aesch. и τὰ νυμφικὰ τέλη Soph.брачный обряд

        17) отряд, колонна
        

    (Θρῃκῶν ἀνδρῶν Hom.; ἱππέων Thuc.)

        ἐν τελέεσσιν Hom. и κατὰ τέλεα Her. — отрядами, по отрядам;
        — (у римлян) легион Plut.

        18) вереница, сонм, толпа
        

    (ἀθανάτων Aesch.)

        δίρρυμά τε καὴ τρίρυμμα τέλη Aesch. — вереницы колесниц, запряженных четверкой или шестеркой лошадей

        19) имущественный ценз или сословие Dem.
        

    κατὰ (τὸ) τ. Isae., Dem. — в соответствии с имущественным цензом, по сословной принадлежности

        II
        (τό) adv. в конце концов, наконец
        

    τ. ἐν ἀπορίῃσι εἴχετο Her. — он оказался, наконец, в затруднительном положении;

        τ. δὲ ξυνέβησαν τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Thuc. — в конце концов они сдались платейцам на капитуляцию;
        τ. γε μέντοι δεῦρ΄ ἐνίκησεν μολεῖν Soph.в конце концов победило (решение) прибыть сюда

    Древнегреческо-русский словарь > τελος

  • 15 жиропот

    α.
    σαριά (λιπώδης ουσία των μαλλιών των προβάτων).

    Большой русско-греческий словарь > жиропот

  • 16 поголовье

    ουδ. (για ζώα)• ο συνολικός αριθμός, το σύνολο•

    конское поголовье колхоза το σύνολο των αλόγων του κολχόζ•

    поголовье овоц το σύνολο των προβάτων.

    Большой русско-греческий словарь > поголовье

  • 17 λεπτός

    λεπτός, ή, όν, ([etym.] λέπω) rare in lit. sense,
    A peeled, husked, ῥίμφα τε λέπτ' ἐγένοντο, of barley being threshed out, Il.20.497.
    2 fine, small,

    κονίη 23.506

    ;

    κόνις S.Ant. 256

    ;

    τέφρα Ar.Nu. 177

    ;

    λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5

    : freq. in Hp.,

    διατρήσεις λ. Loc.Hom.10

    , al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.
    3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,

    ὀθόναι Il.18.595

    ; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;

    ἀράχνια 8.280

    ;

    μήρινθος Il.23.854

    ; -

    ότατος χαλκός 20.275

    ;

    ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286

    (Delos, ii B.C.);

    ῥινὸς βοός Il.20.276

    ([comp] Sup.);

    δέρμα Arist.HA 517b27

    ([comp] Sup.);

    τρίχες Id.GA 783a4

    ([comp] Comp.);

    σάρξ E.Med. 1189

    ;

    χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25

    , cf. E.Med. 949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.
    4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);

    ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec. 539

    ;

    σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4

    ;

    λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5

    , cf. Ceb.10;

    λ. χείρ Hes.Op. 497

    ;

    στῆθος Ar.Nu. 1018

    (anap.);

    τράχηλος X.Cyn.5.30

    ;

    λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2

    ;

    λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat. 134b

    ; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς)

    , δάκτυλος Pl.R. 523d

    ; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.
    5 of space, strait, narrow,

    εἰσίθμη Od.6.264

    ;

    ἀταρπός Alcm.81

    ; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6;

    οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν.. ὁδόν Plu.2.964c

    (ap.Porph.Abst.1.6).
    6 generally, small, weak, impotent,

    λεπτὴ μῆτις Il.10.226

    , 23.590;

    ἐλπίς Ar.Eq. 1244

    , cf.

    ὀχέω 11.3

    ;

    ἀσφάλεια D.Ep.2.20

    ; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;

    λ. κλιμάκια Ar. Pax69

    ;

    τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29

    ;

    λ. χαλκός OGI485.12

    (Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg. 374 D7;

    ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5

    ([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon. 682: neut. pl. as Adv.,

    λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or. 224

    .
    7 light, slight,

    λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος.. ῥιπαῖσι A. Ag. 892

    ; λ. πνοαί light breezes, E.IA 813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr. 555.
    8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys. 1206;

    λ. κύλικες Pherecr.143.5

    (but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.
    9 of liquids, thin,

    γάλα Hp.Vict.2.46

    ;

    λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac. 310

    ; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food,

    λ. δίαιται Hp.Aph.1.4

    ;

    λ. ὀψάρια OGI484.16

    (Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.
    II metaph., subtle, refined,

    νοῦς E.Med. 529

    ; - ότεροι μῦθοι ib. 1082 (anap.); -

    ότατοι λῆροι Ar.Nu. 359

    ;

    πυκνῇ.. λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach. 445

    ;

    λ. λογιστά Id.Av. 318

    ;

    λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2

    ;

    ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.

    Aër.24;

    λόγοι λ... τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8

    ; cf. λεπτολόγος. Adv. -

    τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135

    ;

    λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5

    : [comp] Comp. - οτέρως Anaxandr.36: also

    κατὰ λεπτόν

    in detail,

    PPetr.2p.118

    (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.
    2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA 545a7, Lyc.687;

    ἁρμονία E.Fr.773.23

    (lyr.): neut. as Adv.,

    λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av. 235

    (lyr.); of sound,

    λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5

    (Agath.); cf. λεπταλέος.
    3 of smell, Pl.Ti. 66e ([comp] Comp.).
    4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;

    λεπτὰ ξαίνεις Suid.

    III Subst. λεπτόν (sc. ἔντερον), τό, the small intestine, Hp.Coac. 311, 449.
    2 (sc. νόμισμα) a very small coin, Ev.Luc.21.2, Phot.s.v. ὀβολός; cf.supr.1.6.
    3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς.
    4 Astron. (sc. ἑξηκοστόν), division of a degree, πρῶτα λεπτά, = minutes, δεύτερα λ., = seconds, Gem.18.11, 18; λεπτά alone, = minutes, PLond. 1.98r.47 (i/ii A.D.), POxy. 1476 (iii A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτός

  • 18 ἀνόητος

    A not thought on, unheard of,

    ἄφραστ' ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80

    .
    2 not within the province of thought,

    νοήματα ὄντα ἀνόητα εἶναι Pl.Prm. 132c

    ; not the object of thought, unthinkable, Plot.5.3.6 and 10. Adv. - τως without discursive thought, of vision,

    βλέψαι ἀ. Id.6.7.16

    .
    II [voice] Act., not understanding, unintelligent, senseless, silly, Hdt.1.87, 8.24; ὦ ἀνόητοι oh fools! Ar.Lys. 572;

    ὦνόητε Id.V. 252

    ; opp. προνοητικός, X.Mem.1.3.9: [comp] Comp.

    - ότερος Luc.Peregr.33

    ; τὸ ἀ., opp. τὸ νοῦν ἔχον, Pl.Ti. 30b;

    τῷ θνητῷ καὶ ἀ. Id.Phd. 80b

    ;

    τὸ ἀ. [τῆς ψυχῆς] Id.R. 605b

    , etc.:—of animals,

    τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες καὶ ἀ. Arist.HA 610b23

    , cf. 622a3.
    b c. gen., not understanding,

    θεοῦ Max.Tyr. 41.5

    ;

    τῆς φωνῆς Luc.Asin.44

    , cf. Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
    2 of acts, thoughts, etc.,

    ἀ. γνῶμαι S.Aj. 162

    (lyr.);

    δόξαι Pl.Phlb. 12d

    ;

    εὐχειρίη Hp.Art.35

    ;

    ἀ. καὶ κενόν Ar.Ra. 530

    ; οἴνου.. καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων and all other follies, Id.Nu. 417.
    b without mind,

    ἀνόητα καὶ ἄνευ ζωῆς Plot.5.5.1

    .
    III Adv.

    - τως Ar.Lys. 518

    , Pl. R. 336e, etc.;

    ἀ. διακεῖσθαι Lys.10.4

    : [comp] Sup.

    - ότατα D.C.44.35

    :—also [suff] ἀνο-ητεί, AB1327, An.Ox.2.313.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνόητος

  • 19 μῆριγξ

    Grammatical information: ?
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: In the sense of ' πλεκταί, σειραί' σμῆριγξ agrees with μήρινθος (s. v.); the, as it seems, more usual meaning `breast v. t.' is however rather far off. It is therefore doubtful, whether the words, as was assumed (Chantraine Mél. Glotz [Paris 1932] 165, Schwyzer 498, v. Windekens Le Pelasgique 121), were originally connected; the supposedly ocasional(?) meaning `rope, string' may have been caused through the similarity with μήρινθος, μηρύω. The meaning ' ἐν τοῖς μηροῖς... τρίχες' will be an attempt to connect μῆριγξ with μηρός. -- No solution. Fur. 289 n. 78 separates the word = ἄκανθα from the others. Clearly a Pre-Greek word.
    Page in Frisk: 2,230

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῆριγξ

  • 20 σπολάς

    σπολάς, - άδος
    Grammatical information: f.
    Meaning: `leather harness, jerkin' (S. Fr. 11, Ar., X.).
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
    Etymology: Formation in - άς from a verbal noun *σπόλος, *σπολή. If prop. `(torn off) skin', with ( ἀ)σπάλαξ (s. v.; ?) from a verb for `split, tear off' (IE * sp(h)el-), to which belong also σπόλια τὰ παρατιλλόμενα ἐρίδια ἀπὸ τῶν σκελῶν τῶν προβάτων (formally = Lat. spolia), ἄσπαλον σκῦτος H., prob. also Thess. (IG 9: 2 p. XI [IIa]) σπόλος `pole' (= `split wood') [this seems quite doubtful to me]. However σπολεύς `kind of bread' (Philet. ap. Ath. 3, 114e) may be wrong for σποδεύς (s. on σποδός). -- From other languages: Lat. spolium `torn off animal skin, equipment taken from the enemy, taken off equipment', Lith. spãlis `beard, einzelne (Flachs)schäbe (= parts of the stalk of flax)', pl. spãliai `parts of the stalk (Schäben)', Germ., e.g. NHG spalten etc.; s. WP. 2, 677ff., Pok. 985ff., W.-Hofmann s. spolium, Hiersche Ten. aspiratae 193 f.; everwhere w. lit.; on the adduced Indian words also Mayrhofer s. phálati. Cf. on στέλλω; also ψαλίς. - Clearly the same word as ἄσπαλον, so a Pre-Greek word.
    Page in Frisk: 2,771

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπολάς

См. также в других словарях:

  • προβάτων — πρόβατον cattle neut gen pl προβά̱των , προβαίνω step forward aor imperat act 3rd dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • απόκουρο — Παλαιότερη ονομασία της ορεινής περιοχής που βρίσκεται στα ΒΑ της λίμνης Τριχωνίδας, στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, ανάμεσα στους ποταμούς Αχελώο και Εύηνο και το όρος Παναιτωλικό. Σήμερα ονομάζεται επίσημα Θέρμο (βλ. λ.). Ωστόσο, μελετητές της… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»